υπνοδωμάτιο

υπνοδωμάτιο
το, Ν
δωμάτιο που χρησιμοποιείται κυρίως για ύπνο, κρεβατοκάμαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + δωμάτιο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπνοδωμάτιον, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπνοδωμάτιο — το δωμάτιο σπιτιού που χρησιμεύει για να κοιμούνται οι ένοικοι ή οι φιλοξενούμενοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • εξάκλινος — η, ο (AM ἑξάκλινος, ον) (για υπνοδωμάτιο, θάλαμο κ.λπ.) με έξι κλίνες αρχ. το ουδ. ως ουσ. το ἑξάκλινον ανάκλιντρο με έξι θέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < εξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κλίνη] …   Dictionary of Greek

  • θαλαμόνδε — (Α) επίρρ. στον θάλαμο, στο υπνοδωμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμον, αιτ. τού θάλαμος, + δε (< δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε (Ι)*), πρβλ. οίκον δε, φόβον δε] …   Dictionary of Greek

  • κάμαρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός …   Dictionary of Greek

  • κοιμητήρι — και κοιμητήριο(ν), το (AM κοιμητήριον, Μ και κοιμηντήριον και κοιμητήρι και κοιμητήριν) [κοιμώμαι] το νεκροταφείο|| μσν. τάφος, μνήμα αρχ. τόπος για ύπνο, υπνωτήριο, κοιτώνας, υπνοδωμάτιο …   Dictionary of Greek

  • κοιτατήριον — κοιτατήριον, τὸ (Α) επιγρ. υπνοδωμάτιο, κοιτώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη, με αναλογικό σχηματισμό κατά τα ουσ. σε τήριον (πρβλ. εστια τήριον, ευνα τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • κοιτώνας — ο (AM κοιτών, ῶνος) υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα αρχ. 1. τάφος 2. δωμάτιο στο οποίο διέμεναν τα παιδιά με τις τροφούς, παιδοτροφείο 3. θησαυροφυλάκιο 4. αποβάθρα 5. φρ. α) «ὁ ἐπί (τοῡ) κοιτῶνος» ή «ὁ περὶ τὸν κοιτῶνα» ο θαλαμηπόλος β) «ἐν κοιτῶνι… …   Dictionary of Greek

  • κοιτώνιον — κοιτώνιον, τὸ (Α) [κοιτών] μικρό υπνοδωμάτιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”